- ὑδροθηρία
- ὑδροθηρίᾱ , ὑδροθηρίαfishingfem nom/voc/acc dualὑδροθηρίᾱ , ὑδροθηρίαfishingfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υδροθηρία — ἡ, Α [ὑδροθήρας] αλιεία, ψάρεμα … Dictionary of Greek
ὑδροθηρίας — ὑδροθηρίᾱς , ὑδροθηρία fishing fem acc pl ὑδροθηρίᾱς , ὑδροθηρία fishing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροθηρίαις — ὑδροθηρία fishing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)